θρυλώ

θρυλώ
(ε) μετ. распространять слухи;

θρυλούμαι απρόσ. — ходит слух, говорят


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "θρυλώ" в других словарях:

  • θρυλώ — (ΑΜ θρυλῶ, έω) (μέσ. παθ.) θρυλούμαι είμαι ή γίνομαι θέμα κοινής συζήτησης, φημολογούμαι, κοινολογούμαι νεοελλ. διαδίδω θρύλους, διασπείρω φήμες, διαλαλώ νεοελλ. μσν. (παθ. ως απρόσ.) θρυλείται θρυλούνται λέγεται λέγονται, διαδίδεται διαδίδονται …   Dictionary of Greek

  • θρυλῶ — θρῡλῶ , θρυλέω make a confused noise pres subj act 1st sg (attic epic doric) θρῡλῶ , θρυλέω make a confused noise pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρύλῳ — θρύ̱λῳ , θρῦλος noise as of many voices masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αειθρύλητος — ἀειθρύλητος, ον (Μ) αυτός για τον οποίο γίνεται πάντοτε λόγος, διάσημος, ονομαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + θρυλητὸς < θρυλῶ] …   Dictionary of Greek

  • αθρύλητος — η, ο [θρυλώ] αυτός για τον οποίο δεν γίνεται πολύς ή καθόλου λόγος, αδιαφήμιστος …   Dictionary of Greek

  • διαθρυλώ — (Α διαθρυλῶ, έω) [θρυλώ] διαφημίζω, διαλαλώ, διατυμπανίζω μσν. παθ. είμαι διάσημος, με περιβάλλει θρύλος αρχ. παθ. διαθρυλοῡμαι α) διαφημίζομαι β) ξεκουφαίνομαι από την αδιάκοπη ομιλία κάποιου …   Dictionary of Greek

  • επιθρυλώ — ἐπιθρυλῶ, έω (Α) 1. ενοχλώ, διαταράσσω 2. διακηρύσσω, δημοσιεύω με θόρυβο 3. διαδίδω για να κατηγορήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θρυλώ «διαδίδω»] …   Dictionary of Greek

  • θρυλίσσω — (Α) συντρίβω, τσακίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θρυλίσσω απαντά άπαξ μόνο στην ομηρική φρ. θρυλίχθη δε μέτωπον (Ιλ. Ψ 396). Εικάζεται ότι πρόκειται για παράγωγο ενός αμάρτ. *θρύλος, το οποίο ανάγεται σε ΙE *dhrus lo και συνδέεται με ουαλ. dryll «τεμάχιο».… …   Dictionary of Greek

  • θρυλητής — θρυλητής, ὁ (Α) [θρυλώ] φλύαρος …   Dictionary of Greek

  • θρυλητός — θρυλητός, ή, όν (Μ) [θρυλώ] αυτός που έχει διαδοθεί από πολλούς …   Dictionary of Greek

  • θρύλημα — το (Α θρύλημα) [θρυλώ] διάδοση, θρύλος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»